πανδούρα

From LSJ
Revision as of 18:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

πανδούρα, πανδοῡρα και πανδουρίς, -ίδος, ἡ, και πάνδουρος και φάνδουρος, ὁ, ΝΑ
αρχαιότατο λαϊκό νυσσόμενο έγχορδο μουσικό όργανο, αποτελούμενο από τρεις χορδές ή από τρία ζεύγη χορδών, είδος λαούτου με μακρύ βραχίονα, αλλ. τρίχορδο ή μπαντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. ανατολικής προέλευσης].

Frisk Etymological English

-δοῦρα
Grammatical information: f.
Meaning: three-stringed lute (Euph. ap. Ath. 183f, Poll\/
Other forms: πάνδουρος (Euph. l.c., inscr. Seleucia ad Calycadnum), φάνδουρος (Nicon. Harm. 4).
Derivatives: -δούριον, -δουρίς H., -δουρὶζω , -δουριστής.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: See Masson Emprunts sémit. 90, who discusses an rejects several hypoteses. Hübschmann Arm. Gramm. 395 compared Arm. p`andir, Osset. fändur, Georg. panṭuri. So prob. Pre-Greek.