ῥητίνη
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A resin of the pine, Hp.Art.63, Arist.HA617a19, Thphr.HP9.2.1, al., Nic.Al.300,554, Dsc.1.71, etc. (Prob. a foreign word.)
German (Pape)
[Seite 841] ἡ, Harz, Gummi, lat. resina, weil es von selbst aus den Bäumen fließt (ῥεῖ); Arist. H. A. 9, 10; Pol. 5, 89, 9; Nic. Al. 300. 567; Theophr.; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητίνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ῥετσῖνα», ἡ ἐκ πεύκης ῥέουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9, 2, 1, κτλ. (Κατὰ τὸν Ἰσίδωρ. ἐκ τοῦ ῥέω, ἡ ἐκρέουσα ἀπὸ τοῦ δένδρου· ἀλλ’ ἕτεροι νομίζουσι τὴν λέξιν ξένην.) [ῑ, Νικ. Ἀλεξιφ. 300, 567· οὕτω Λατ. resīna, Mart. 12. 32.]
Spanish
Greek Monolingual
η / ῥητίνη, ΝΑ
η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες
χημ. ασαφής συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη μορφή στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.
2. φρ. «φυσική ρητίνη»
(βοτ.-χημ.) μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. resina (πρβλ. λ. ρετσίνα)].
Russian (Dvoretsky)
ῥητίνη: ἡ ῥέω I] камедь, древесная смола Arst., Polyb.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: resin, fir resin (Hp., Arist., Thphr.), ῥητινό-κηρον n. wax dissolved in resin (medic.); on the neuter gender cf. βούτυρον.
Derivatives: ῥητιν-ώδης resinous, -ίτης οἶνος resinous wine (Dsc.; Redard 98), -ίζω be resinous (Dsc.), -όομαι to be made resinous (Hp., Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With the formations in -ινος, -ινη there are both inherited and Pre-Greek words (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). No connection, prob. Pre-Greek. The comparison with Lat. rasis f. a kind of raw, to dust pulverized pitch, which was mixed with wine (Walde and W.-Hofmann s.v. as supposed LW [loanword] from *ῥάσις) is uncertain. -- Lat. rēsīna continues a dial. byform *ῥησίνα (Leumann Lat. Gr. 141). The variant in Latin shows that this is a Pre-Greek word; cf. Furnée 261.