θωμίζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
(also θῠωρ-ίσσω, Hsch.),
A whip, scourge, νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1230] fut. θωμίξω, aor. p. θωμιχθεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεθίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.
Greek (Liddell-Scott)
θωμίζω: ἢ -ίσσω, μαστίζω, «δέρνω», νῶτον μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10· - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει· νύσσει. δεσμεύει».
Greek Monolingual
θωμίζω και θωμίσσω (Α) θώμιγξ
1. μαστίζω, δέρνω («νῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει
νύσσει, δεσμεύει».
Russian (Dvoretsky)
θωμίζω: (part. aor. pass. θωμιχθείς) стегать, хлестать (νῶτον μάστιγι Anacr.).