κανάτι

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

(I)
το
1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό»)
2. στον πληθ. τα κανάτια
χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους
3. ουροδοχείο
4. (στα Επτάνησα) μονάδα μετρήσεως υγρών χωρητικότητας 1.65 του γαλλικού λίτρου
5. φρ. α) «στέκει κανάτι»
(για λαγούς ή κουνέλια) ορθώνεται στα πίσω πόδια
β) «βρέχει με το κανάτι» — βρέχει ραγδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανάτα + υποκορ. κατάλ. -ι, πρβλ. καβούρ-ι].
(II)
το
παραθυρόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kanat].