διαδρηπετεύω

From LSJ
Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρηπετεύω Medium diacritics: διαδρηπετεύω Low diacritics: διαδρηπετεύω Capitals: ΔΙΑΔΡΗΠΕΤΕΥΩ
Transliteration A: diadrēpeteúō Transliteration B: diadrēpeteuō Transliteration C: diadripetevo Beta Code: diadrhpeteu/w

English (LSJ)

v. διαδρηστεύω.

Greek Monotonic

διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">δι-επρήστευσε</orth></form> [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.