τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
ἀνασύρομαι: [ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.
to pull up one's clothes, Hdt.; perf. part. ἀνασεσυρμένος obscene, Theophr.