κυμοθόη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (θοός)
A Wave-swift, a Nereid, Il.18.41, Hes.Th. 245.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοθόη: ἡ, (θοὸς) ταχεῖα ὡς τὸ κῦμα, Νηρηΐς τις, Ἰλ. Σ. 41, Ἡσ.
Greek Monotonic
κῡμοθόη: ἡ (θοός), γρήγορη στο κύμα, Νηρηίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.