ἁβρόγοος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον,
A wailing womanishly, A.Pers.541.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρόγοος: -ον, = θρηνῶν ὡς γυνή. Αἰσχύλ. Πέρσ. 541.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit comme une femme.
Étymologie: ἁβρός, γόος.
Spanish (DGE)
-ον
de tierno, refinado llanto Περσίδες A.Pers.541, cf. ἁβροπενθής.
Greek Monotonic
ἁβρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με θηλυπρέπεια, δηλ. σαν γυναίκα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρόγοος: кротко жалующийся, жалобно рыдающий (Περσίδες Aesch.).
Middle Liddell
wailing womanishly, Aesch.