ὀξυντήρ

From LSJ
Revision as of 13:28, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυντήρ Medium diacritics: ὀξυντήρ Low diacritics: οξυντήρ Capitals: ΟΞΥΝΤΗΡ
Transliteration A: oxyntḗr Transliteration B: oxyntēr Transliteration C: oksyntir Beta Code: o)cunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A sharpener, δονακήων, i.e.a penknife, AP6.64 (Paul.Sil.), cf. Aq.Jb.41.22.

German (Pape)

[Seite 353] ῆρος, ὁ, der Schärfer, spitz machend, πλατὺς – καλάμων, vom Federmesser, Paul. Sil. 50 (VI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυντήρ: ὁ, ὁ ποιῶν τι ὀξύ, ὁ ὀξύνων, ὀξ. δονακήων, δηλ. μαχαίριον, Ἀνθ. Π. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
instrument pour tailler en pointe.
Étymologie: ὀξύνω.

Greek Monolingual

ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ)
(για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ξυραν-τήρ)].

Greek Monotonic

ὀξυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χρησιμοποιείται για να κάνει κάτι οξύ, αιχμηρό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυντήρ: ῆρος ὁ нож для очинки: ὀ. δονακήων Anth. перочинный нож.

Middle Liddell

a sharpener, Anth. [from ὀξύνω