πέροδος

From LSJ
Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέροδος Medium diacritics: πέροδος Low diacritics: πέροδος Capitals: ΠΕΡΟΔΟΣ
Transliteration A: pérodos Transliteration B: perodos Transliteration C: perodos Beta Code: pe/rodos

English (LSJ)

ἡ, Dor. for περίοδος, Pi.N.11.40, IG22.1126.16 (Delph., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, äol. = περίοδος, Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πέροδος: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ περίοδος, Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.

English (Slater)

πέροδος
   1 revolution δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (Eustath.: περιόδοις codd.) (N. 11.40), cf. fr. 314.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. περίοδος.

Greek Monotonic

πέροδος: ἡ, Αιολ. αντί περί-οδος.

Russian (Dvoretsky)

πέροδος: ἡ эол. Pind. = περίοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέροδος -ου, ἡ Dor. voor περίοδος.

Middle Liddell

πέρ-οδος, ἡ, [aeolic for περίοδος.]