ἀνήμελκτος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον,
A unmilked, Od.9.439.
German (Pape)
[Seite 229] (ἀμέλγω), ungemelkt, Od. 9, 439.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήμελκτος: -ον, (ἀμέλγω) ὁ μὴ ἠμελγμένος, «ἀνάρμεχτος», Ὀδ. 9. 439.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non trait.
Étymologie: ἀ, ἀμέλγω.
English (Autenrieth)
(ἀμέλγω): unmilked, Od. 9.439†.
Spanish (DGE)
-ον
no ordeñado θήλειαι de ovejas Od.9.439, cf. Nonn.D.41.140, Sch.Theoc.1.5/6d.
Greek Monolingual
ἀνήμελκτος, -ον (Α) αμέλγω
μη αρμεγμένος, ανάρμεχτος.
Greek Monotonic
ἀνήμελκτος: -ον (ἀμέλγω), μη αρμεγμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήμελκτος: недоенный (θήλειαι Hom.).
Middle Liddell
ἀμέλγω
unmilked, Od.