ἄτρομος

Revision as of 11:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ον,

   A fearless, ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄ. ἐστι Il.16.163; μένος . . ἄ. 5.126, 17.157; σῶμα Orph.Fr.168.23; νεῦρα Aret.CA1.2; ἄ. ὕπνος calm, undisturbed, AP6.69 (Maced.). Adv. -μως Plu.2.474d, 475f.

German (Pape)

[Seite 389] nicht zitternd, unerschrocken, θυμός Il. 16, 163; μένος 5, 126; öfter sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne tremble pas, intrépide.
Étymologie: ἀ, τρέμω.

English (Autenrieth)

(τρέμω): intrepid, fearless. (Il.)

Spanish (DGE)

-ον
I 1intrépido θυμός Il.16.163, μένος Il.5.126, 17.157, ἀλκή A.R.3.1257, ἦτορ Opp.H.5.450, κόρη Lyc.1003, ἀνήρ Nonn.D.22.216, cf. Opp.H.3.44, Nonn.D.1.281, 11.118, 26.138, 216, σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις Mosch.2.143, de animales ἄ. ἔσσω λέων Nonn.D.26.27.
2 en sent. fís. firme, vigoroso σῶμα ... ἄ. de Zeus, Orph.Fr.168.23, Ὦ Φύσι ... ἄτρομε Orph.H.10.26
medic. no tembloroso ῥῖγος ἄ. escalofrío no acompañado de temblor Hp.Epid.4.45
tenso ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ τὰ νεῦρα γίγνεται Aret.CA 1.2.10
firme σφυγμοὶ ... ἄτρομοι, σφοδροί Aret.CA 2.3.18.
3 sin sobresaltos, tranquilo, reposado πλοΐη AP 9.107 (Leon.), ἄ. ὕπνος AP 6.69 (Maced).
II adv. -ως intrépidamente ἀ. καὶ ἀδεῶς Plu.2.85d, cf. 474d, θαρραλέως καὶ ἀτρόμως ὑπομεῖναι τὸ συμβαῖνον Plu.2.475f.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτρομος, -ον)
ατρόμητος, τολμηρός.

Greek Monotonic

ἄτρομος: -ον (τρέμω), άφοβος, ατρόμητος, απτόητος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρομος:
1) бесстрашный, неустрашимый (θυμός Hom.; μένος Hom., Plut.);
2) спокойный, безмятежный (ὕπνος, εὔπλοια Anth.).

Middle Liddell

τρέμω
intrepid, dauntless, Il.