πελάθω
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
[ᾰ], collat. form of πελάζω (intr.), only pres., used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.132, E.Rh.557, El.1293, cf. Ar. Th.58 (paratrag.).
German (Pape)
[Seite 549] att. intrans. Nebenform von πελάζω; Aesch. frg. 119; τί ποτ' οὐ πελάθει σκοπός, Eur. Rhes. 557; εἰς φθογγάς, El. 1293; οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν, Ar. Ran. 1263.
Greek (Liddell-Scott)
πελάθω: [ᾰ], τύπος ἰσοδύναμος τῷ πελάζω (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.
Greek Monolingual
Α
πελάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. παράλληλος τ. του πελάζω με επίθημα -θω (πρβλ. πλάθω)].
Greek Monotonic
πελάθω: [ᾱ], ισοδ. του πελάζω (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πελάθω: (ᾰ) (только praes.) приближаться, подходить, приходить (θριγκοῖς Arph.): π. ἐπ᾽ ἀρωγάν Arph. приходить на помощь; π. εἰς φθογγάς Eur. обращаться с речью.
Middle Liddell
[collat. form of πελάζω intr., Aesch. ap. Ar., Eur.] only in pres.]