φορηδόν

From LSJ
Revision as of 14:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορηδόν Medium diacritics: φορηδόν Low diacritics: φορηδόν Capitals: ΦΟΡΗΔΟΝ
Transliteration A: phorēdón Transliteration B: phorēdon Transliteration C: foridon Beta Code: forhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A bearing like a bundle, φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 1300] adv., wie φοράδην, im Tragen, getragen, Luc. Tim. 21.

Greek (Liddell-Scott)

φορηδόν: Ἐπίρρ., = φοράδην, «σηκωτά», «κουβαλητά», φ. ἄρασθαί τι Λουκ. Τίμ. 21.

French (Bailly abrégé)

adv;
c.
φοράδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σηκωτά, φοράδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

φορηδόν: επίρρ., σηκωτά, κουβαλητά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φορηδόν: adv. (= φοράδην) неся на руках: φ. μετακομίζειν τινά Luc. переносить кого-л.

Middle Liddell

bearing like a bundle, Luc.