γυροδρόμος

From LSJ
Revision as of 17:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡροδρόμος Medium diacritics: γυροδρόμος Low diacritics: γυροδρόμος Capitals: ΓΥΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrodrómos Transliteration B: gyrodromos Transliteration C: gyrodromos Beta Code: gurodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.

German (Pape)

[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).

Greek (Liddell-Scott)

γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.

Greek Monolingual

γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.

Greek Monotonic

γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γῡροδρόμος: вращающийся, кружащийся (πέτρος Anth.).

Middle Liddell


running round in a circle, Anth.