δρακοντόμαλλος

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκοντόμαλλος Medium diacritics: δρακοντόμαλλος Low diacritics: δρακοντόμαλλος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: drakontómallos Transliteration B: drakontomallos Transliteration C: drakontomallos Beta Code: drakonto/mallos

English (LSJ)

ον,

   A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.

Greek Monolingual

δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.

Greek Monotonic

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δρακοντόμαλλος: змеекудрый (Γοργόνες Aesch.).

Middle Liddell

δρᾰκοντό-μαλλος, ον adj
with snaky locks, Aesch.