ἐπινίκειος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ῑ], ον, = sq., S.OC1088 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 965] bei Soph. O. C. 1090 Lesart der mss. ἐπινικείῳ σθένει, wofür Herm. ἐπὶ νικείῳ vermuthet, vulg. ἐπινικίῳ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίκειος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1088, χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐπινίκιος.
Greek Monotonic
ἐπινίκειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινίκειος: (νῑ) Soph. = ἐπινίκιος.
Middle Liddell
ἐπινίκειος, ον = ἐπῑνίκιος, Soph.]