εὐλίμενος

From LSJ
Revision as of 15:42, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλίμενος Medium diacritics: εὐλίμενος Low diacritics: ευλίμενος Capitals: ΕΥΛΙΜΕΝΟΣ
Transliteration A: eulímenos Transliteration B: eulimenos Transliteration C: evlimenos Beta Code: eu)li/menos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (λιμήν)

   A with good harbours, ἀκταί E.Hel.1463; [πόλις] εὐλιμενωτέρα Pl.Lg.705a, cf. 704b, 704d; εὐ. ἁλὸς οἶκοι Archestr. Fr.26: c. gen., ἱερὸν παντὸς κύματος εὐλίμενον App.Anth.3.81 (Posidipp.): —alsoεὐλῐμήν,-ένος, πορθμοί Procop.Aed.1.5.

German (Pape)

[Seite 1078] mit schönem Hafen; ἀκταί Eur. Hel. 1464; πόλις Plat. Legg. IV, 704 b; Sp., wie D. Sic. 5, 12; εὐλίμενοι ἁλὸς οἶκοι, vom Hafen selbst, bei Ath. VII, 327 d, wie ὅρμος Hel. 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλίμενος: -ον, (λιμήν) ἔχων καλοὺς λιμένας, ἀκταὶ Εὐρ. Ἑλ. 1463· πόλις εὐλιμενώτερα Πλάτ. Νόμ. 704C πρβλ. Β· εὐλ. ἁλὸς οἶκοι Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 327D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui offre ou possède un bon port.
Étymologie: εὖ, λιμήν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐλίμενος, -ον)
αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο
(για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο της Ελλάδας»).

Greek Monotonic

εὐλίμενος: -ον (λῐμήν), αυτός που έχει καλά λιμάνια, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐλίμενος: (ῐ) обладающий хорошим портом, имеющий удобную бухту (ἀκταί Eur.; πόλις Plat.).

Middle Liddell

εὐ-λίμενος, ον [λῐμήν]
with good harbours, Eur., Plat.