εὔπτορθος

From LSJ
Revision as of 14:12, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπτορθος Medium diacritics: εὔπτορθος Low diacritics: εύπτορθος Capitals: ΕΥΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: eúptorthos Transliteration B: euptorthos Transliteration C: eyptorthos Beta Code: eu)/ptorqos

English (LSJ)

ον,

   A finely branching, of horns, APl.4.96.4.

German (Pape)

[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.

Greek Monolingual

εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].

Greek Monotonic

εὔπτορθος: -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-πτορθος, ον
finely branching, of horns, Anth.