τετραδεῖον

From LSJ
Revision as of 10:32, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

German (Pape)

[Seite 1097] τό, auch τετράδιον, eine Zahl von vieren, vier zusammengehörige Dinge, Quaterne, Sp., wie N.T. u. Suid.

Greek Monotonic

τετρᾰδεῖον: τό (τετράς), αυτός που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, στρατιωτικό απόσπασμα από τέσσερις άνδρες· όπως και σήμερα, τετράδιο με τέσσερα φύλλα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

τετρᾰδεῖον, ου, τό, τετράς
a number of four, a quarternion, NTest.