τριξός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for τρισσός, Hdt.1.171, al.
Greek (Liddell-Scott)
τριξός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τρισσός, εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ δισσός. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ion. c. τρισσός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. τρισσός.
Greek Monotonic
τριξός: -ή, -όν, Ιων. αντί τρισσός.
Russian (Dvoretsky)
τριξός: ион. = τρισσός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.