ὑπέρμεγας

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 June 2020 by Spiros (talk | contribs)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρμεγας Medium diacritics: ὑπέρμεγας Low diacritics: υπέρμεγας Capitals: ΥΠΕΡΜΕΓΑΣ
Transliteration A: hypérmegas Transliteration B: hypermegas Transliteration C: ypermegas Beta Code: u(pe/rmegas

English (LSJ)

άλη, α,

   A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.

German (Pape)

[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.

Greek Monolingual

ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.

Greek Monotonic

ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρμεγας: μεγάλη, μεγα Arph. = ὑπερμεγέθης.

Middle Liddell

immensely great, Ar.