ὑποτρομέω

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρομέω Medium diacritics: ὑποτρομέω Low diacritics: υποτρομέω Capitals: ΥΠΟΤΡΟΜΕΩ
Transliteration A: hypotroméō Transliteration B: hypotromeō Transliteration C: ypotromeo Beta Code: u(potrome/w

English (LSJ)

   A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95.    II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρομέω: ὑποτρέμω, τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τρέμω ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· μετὰ δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trembler un peu : τινα IL devant qqn.
Étymologie: ὑπότρομος.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ὑποτρομέεσκον: tremble before.

Greek Monotonic

ὑποτρομέω: = ὑποτρέμω, τρέμω κάτω από κάποιον, λέγεται για τα μέλη, σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρομέω: немного дрожать Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.

Middle Liddell

= ὑποτρέμω
to tremble under one, of a man's limbs, Il. [from ὑπότρομος