χίλιος
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
A v. χίλιοι.
German (Pape)
[Seite 1356] s. χίλιοι.
Greek (Liddell-Scott)
χίλιος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χίλιοι.
Greek Monolingual
και χείλιος, -ία, -ον, θηλ. και χιλίη, Α
βλ. χίλιοι.
Greek Monotonic
χίλιος: -α, -ον, βλ. χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
χίλιος: (χῑ) тысячный, состоящий из тысячи: только в выраж. ἵππος χιλίη Her. или χιλία Xen. отряд в тысячу всадников.