ὀρέσσαυλος
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ον, A = ὀρείαυλος, APl.4.233 (Theaet.), Coluth.107.
German (Pape)
[Seite 373] = ὀρείαυλος; χίμαιρα, Coluth. 107; Ἠχώ, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); δίφρος, Nonn. D. 11, 63, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέσσαυλος: -ον, = ὀρείαυλος, Ἀνθολ. Πλαν. 233, Κόλουθ. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui se trouve sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, αὐλή.
Greek Monolingual
ὀρέσσαυλος, -ον (Α)
βλ. ὀρείαυλος.
Greek Monotonic
ὀρέσσαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ.