γαπετής

From LSJ
Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tombé à terre.
Étymologie: γῆ, πίπτω.

Spanish (DGE)

-ές
caído en tierra ὀδόντες de los dientes del dragón de Tebas, E.Ph.668.

Greek Monolingual

γαπετής, -ές (δωρ. τ.) (Α)
αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πετής < πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γᾱπετής -ές [γῆ, πίπτω Dor., ter aarde gevallen.

German (Pape)

[γᾱ], dor. = γηπετής.