Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
βάθος, δαψίλεια, πέλαγος, περιουσία, περίττευμα, περίττωσις, πλεονασμός, πλήρωμα, πλοῦτος, περισσεία