ἅπερ

From LSJ
Revision as of 12:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅπερ Medium diacritics: ἅπερ Low diacritics: άπερ Capitals: ΑΠΕΡ
Transliteration A: háper Transliteration B: haper Transliteration C: aper Beta Code: a(/per

English (LSJ)

neut. pl. of ὅσπερ, q.v.

German (Pape)

[Seite 287] neutr. plur. von ὅσπερ, oft adverb., so wie = ὥσπερ, Aesch. Eum. 657; Xen. Hell. 6, 1, 4 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἅπερ: οὐδ. πληθ. τοῦ ὅσπερ, ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. συχν. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ὥσπερ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ὅσπερ.

Greek Monolingual

(I)
ἅπερ (AM)
1. ουδ. πληθ. της αντων. ὅσπερ
2. (ως επίρρ.) σαν, ώσπερ.
(II)
ᾇπερ (δωρ. τ.) (Α)
ᾕπερ, ώσπερ.

Greek Monotonic

ἅπερ: ουδ. πληθ. του ὅσ-περ, που χρησιμ. ως επίρρ. ὥσπερ, όπως αν, ως, ωσάν, σαν, στους Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἅπερ:
1) pl. n к ὅσπερ;
2) adv. = ὥσπερ.