ἐκπειράομαι
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
aor. ἐξεπειράθην [ᾱ],
A make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.3.135 : c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? S.OT 360 codd. : folld. by a relat., κἀξεπειράθην..οἷον στέρεσθαι γίγνεται E.Supp.1089 ; ἐ. εἴτε.. Pl.Ep.362e. 2 inquire, ask of another, τί τινος Ar.Eq.1234.—Late in Act., Hld.7.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπειράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, δοκιμάζω τι, πειράζω, μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... οἷον στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ περί τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. ἐκπειράσομαι, ao. ἐξεπειράθην;
1 faire l’épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;
2 chercher à savoir, rechercher, tenter.
Étymologie: ἐκ, πειράομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. Aesop.36.2]
1 poner a prueba c. gen. δείσας μὴ εὑ ἐκπειρῷτο Δαρεῖος temiendo que Darío lo estuviera poniendo a prueba Hdt.3.135, ἀλλήλων τε μὴ 'κπειρωμένους sin que se pongan a prueba los unos a los otros (prob. sent. sexual), Ar.Lys.1113, cf. Men.Epit.630
•c. ac. βουλόμενος ἐκπειρᾶσαι τοῦτο (τὸ μαντεῖον) Aesop.l.c., c. ac. y gen. καί σου τοσοῦτο ... ἐκπειράσομαι Ar.Eq.1234
•c. inf. intentar ἐκπειρᾷ λέγειν; ¿estás intentado que yo hable? S.OT 360
•c. εἴτε ... εἴτε intentar saber si ... o si ... Pl.Ep.362e.
2 c. interrog. indir. experimentar εἰ ... κἀξεπειράθην ... οἷον στέρεσθαι πατέρα γίγνεται τέκνων si hubiera experimentado qué significa que un padre se vea privado de sus hijos E.Supp.1089.
Greek Monotonic
ἐκπειράομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·
1. θέτω σε δοκιμή, ελέγχω, δοκιμάζω, εξετάζω, με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., ἐκπειρᾷ λέγειν, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.
2. ερευνώ, ζητώ πληροφορίες για κάποιον, τί τινος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπειράομαι:
1) подвергать испытанию, испытывать, проверять (τινος Her.): ἐκπειρᾷ λέγειν; Soph. ты пытаешься поймать меня на слове?; εἰ δ᾽ εἰς τόδ᾽ ἦλθον κἀξεπειράθην, οἷον … Eur. если бы мне довелось испытать, насколько …;
2) выпытывать, разузнавать (τί τινος Arph. и εἰ … Plat.).
Middle Liddell
fut. άσομαι aor1 ἐξεπειράθην
1. to make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.; c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? Soph.
2. to inquire of another, τί τινος Ar.