Πράμνειος
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, Pramnian wine, Il.11.639, Od.10.235; also Πράμνιος, Hp.Mul.1.52, Ar.Eq.107, Fr.317. Phryn. Com.65;
A Π. οἶνος Αέσβιος Ephipp.28 (but from Icarus acc. to Eparchides ap.Ath.1.30b, from Smyrna acc. to Plin.HN14.54); raisin-wine, Dsc.5.6.
Greek (Liddell-Scott)
Πράμνειος: οἶνος, ὁ, Ἰλ. Λ. 639, Ὀδ. Κ. 235· καὶ Πράμνιος, Ἱππ. 610. 6, Ἀριστοφ. Ἱππ. 107, Ἀποσπ. 301, ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 1076, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευταὶ λέγουσιν ὅτι ἐκλήθη οὕτως ἔκ τινος ὄρους Πράμνου ἢ Πράμνης ἐν τῇ νήσῳ Ἰκαρία ἢ ἐκ τοῦ ὀνόματος τόπου τινὸς παρὰ τὴν Ἔφεσον ἢ Σμύρνην ἢ ἐν Λέσβῳ. Ὁ οἶνος οὗτος ἦν ἰσχυρὸς καὶ αὐστηρὸς τὴν γεῦσιν, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.· ὅθεν ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 301) παραβάλλει πρὸς αὐτὸν ποιητάς τινας· ὁ Διοσκορ. ὅμως (5. 9) παριστᾷ αὐτὸν διάφορον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Πράμνειος οἶνος· ὁ ἀπὸ τῆς Πραμνίας ἀμπέλου, ἔστι δὲ ἐγκώμιον οἴνου, καὶ σκληρὸς οἶνος»· κατὰ δὲ Σουΐδ.: «Πράμνιος οἶνος, Ἀρίσταρχος ἐπιμελῶς τὸν ἡδὺν οἶνον πράμνιον ἔλεγε, τινὲς τὸν ὤνιον ἢ παραμόνιον, τινὲς ἀπὸ ἀμπέλου πραμνίας ὀνομαζομένης, οἳ δὲ ἰδίως τὸν μέλανα· ἔνιοι τὸν πραΰνοντα τὸ μένος, ὃν καὶ φαρμακίτην φασί. Σῆμος ὁ Δήλιος ἐν τρίτῃ ἐν Ἰκάρω Πράμνον πέτραν εἶναι ἀφ’ ἧς τὸν οἶνον εἶναι».
English (Autenrieth)
οἶνος, Pramnian wine, of dark color and fiery quality.
Russian (Dvoretsky)
Πράμνειος: οἶνος ὁ прамнийское вино (крепкое и терпкое, получившее название от горы Πράμνη на о-ве Икария или одноименного города близ Смирны или на о-ве Лесбос) Hom.
Middle Liddell
Πράμνειος, οἶνος, ὁ,
πράμνειος οἶνος, ὁ, Pramnian wine, Hom.; also Πράμνιος, Ar.:—so named from Pramne, prob. a hill in the island of Icaria.