ετερόδοξος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη
ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και κυρίως το δόγμα του τριαδικού θεού και το μυστήριο του βαπτίσματος (σε διάκριση από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη
2. ο αιρετικός.
επίρρ...
ἑτεροδόξως και ετερόδοξα (ΑΜ ἑτεροδόξως)
σύμφωνα με τη διδασκαλία τών αιρετικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodox < μτγν. λατ. heterodoxus < ετερο- + -δοξος < δόξα.