ποταμόχους
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
-ουν, contr. for ποταμόχοος.
Greek Monolingual
-ουν, και ποταμόχοος, -ον, Α
το θηλ. ως ουσ. η ποταμόχους
(ενν. γη) ποταμόχωστη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χόος / χοῦς (< χέω) πρβλ. σπονδό-χους].