ήμαρτον
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
Greek Monolingual
(AM ἥμαρτον)
νεοελλ.
(ως επιφών.)
1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος
2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!»
α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί
β) επιφώνηση αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας
νεοελλ.-μσν.
ως ουσ. το ήμαρτον
η παρανομία, το αδίκημα, η αμαρτία
μσν.-αρχ.
αόρ. β' του αμαρτάνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιφωνηματική χρήση στη νέα ελλ. του α' προσ. του ενεργ. αορ. β' του ρ. αμαρτάνω].