χορτοκόπος

From LSJ
Revision as of 21:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτοκόπος Medium diacritics: χορτοκόπος Low diacritics: χορτοκόπος Capitals: ΧΟΡΤΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: chortokópos Transliteration B: chortokopos Transliteration C: chortokopos Beta Code: xortoko/pos

English (LSJ)

ον,

   A mowing hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a).123 (iii B. C.).    2 -κόπον, τό, scythe for mowing hay, PRyl.393v10 (ii/iii A. D.).    3 -κόπος, ὁ, mower, reaper, PGoodsp.Cair.30 xx 12 (ii A. D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1367] Gras abhauend, mähend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοκόπος: -ον, ὁ κόπτων χόρτον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / χορτοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή
νεοελλ.
εργαλείο για την κοπή χόρτου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον
χορτοκόπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.