λεχώνα

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

η (Α λεχώ, -οῦς και λεκχώ)
η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών του λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών - τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ < λέχος + επίθημα -ώ, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (πρβλ. μορμ-ώ, μορφ-ώ)
ο τ. λεκχώ απαντά σε επιγραφή στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-κχ-)].