άτομος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
ἄτομος, -ον (AM)
1. άρτιος, ανελλιπής
2. αυτός που δεν κόπηκε ή δεν είναι δυνατόν να κοπεί
αρχ.
1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος
2. (λογ.) αυτός που δεν υπόκειται σε περαιτέρω λογική διαίρεση
3. φρ. «ἐν ἀτόμῳ» — αμέσως, σε μια στιγμή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἄτομος
το άτομο
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τομος < τέμνω.