Ίωνες

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

οἱ (Α Ἴωνες)
1. ένα από τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία
2. οι κάτοικοι της Ιωνίας, της περιοχής τών δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας που εποικίστηκε από τους Έλληνες κατά την 1η π.Χ. χιλιετία
3. οι ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τα αιγυπτ. jwn(n)', εβρ. jāwān, αρχ. περσ. yauna οδηγούν στην παραγωγή του τ. Ἴωνες < IāFoνες ( IάFoνες > Ιάονες, με σίγηση του F, > Ἰῶνες, με συναίρεση, > Ἴωνες, με αναβιβασμό του τόνου) του οποίου όμως η προέλευση είναι άγνωστη, καίτοι επιβεβαιώνεται από τον μυκηναϊκό τ. Iāwones. Ο τ. Ἴωνες έχει επικό τ. Ἰάονες
οι τ. του ενικού Ἴων, Ιάων είναι σπάνιοι.
ΠΑΡ. ιωνικός
αρχ.
Ιάς, ιωνίζω, ιώνιος, ιωνίς, ιωνίσκος].