γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἑξάχους, -ουν και ἑξάχοος, -ον (Α)αυτός που περιλαμβάνει έξι χόες («λαμβάνειν παρὰ τοῦ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χους «παλιό αττικό μέτρο ρευστών»].