είσειμι

From LSJ
Revision as of 15:49, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

εἴσειμι (Α)
1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι»)
2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή
3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία του δήμου
4. (για διάδικους ή δίκη) παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριο
5. αναλαμβάνω αρχή ή αξίωμα
6. έρχομαι στο μυαλό («ταῦτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ» — τον αναγνώρισε ο Αστυάγης).