μοιμυάω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A compress the lips or make grimaces in sign of displeasure, Hsch., Phot., v.l. for μοιμυλλᾶν in Poll.2.90; hence restored for τί μοι μυᾶτε; in Ar.Lys.126.
German (Pape)
[Seite 197] s. μυάω, u. μοιμύλλω, s. μύλλω.
Greek (Liddell-Scott)
μοιμυάω: μοιμύλλω, ἴδε μυάω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».
Russian (Dvoretsky)
μοιμυάω: Arph. v. l. = μυάω.
Frisk Etymological English
Frisk Etymology German
μοιμυάω: μοιμύλλω
{moimuáō}
See also: s. μυάω (s. μύω) und μύλλον.
Page 2,249