ἀγώνισμα
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
τό,
A contest, conflict: in pl., deeds done in battle, brave deeds, Hdt.8.76; feats of horsemanship, X.Eq.Mag.3.5; ἀ. κατὰ τὰ ἆθλα CIG 2741. 2 in sg., feat, achievement, ἀ. τινος a feather in his cap, Th.8.12, cf. 17: c. inf., Id.7.59,86; ξυνέσεως ἀ. prize of sagacity, Id.3.82; ἀρᾶς ἀ. issue of the curse, E.Ph.1355. II ἀ. ποιεῖσθαί τι make it an object to strive for, Hdt.1.140; οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc.Im.12. III that with which one contends, declamation, ἀ. ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22; of plays, Arist.Po.1451b37. IV in Law, plea, Antipho 5.36, Lys.13.77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνισμα: τό, πάλη, ἅμιλλα, συμπλοκή, ἀγών· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως ἀγώνισμα, ἐπιτυχὲς κατόρθωμα εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπὸς τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ μέλημα τῶν ἀγώνων αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν γύμνασμα πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα, Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ ἐπιχείρημα, ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8.