миновать
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Russian > Greek
ὑπερπίπτω ;; φθίνω ;; γίγνομαι ;; ὑπερτελέω ;; διαπέτομαι ;; ὑπερθρῴσκω ;; παραπλέω ;; παραπλώω ;; ἐξήκω ;; ὑπερθέω ;; παρήκω ;; παρέξειμι ;; παραπορεύομαι ;; παραφεύγω ;; παρφεύγω ;; παραμείβω ;; παροίχομαι ;; ὑπερβάλλω ;; παρελαύνω ;; ἐξέρχομαι ;; παραλλάσσω ;; ἐξαμείβω ;; διαγίγνομαι ;; βιβάω