верный
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
εὔνοος ;; εὔνους ;; πιστός ;; ἀξιόχρεως ;; εὔπιστος ;; ἀληθής ;; ἀλαθής ;; παραμόνιμος ;; παρμόνιμος ;; κεδνός ;; ἐρίηρος ;; σάος ;; ἐτήτυμος ;; ἐτεός ;; ἀληθινός ;; ἀλαθινός ;; ἔτυμος ;; ἀσφαλής ;; νημερτής ;; ἔμπεδος ;; σαφής ;; ὀρθός ;; ἐσθλός