теснина
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
Russian > Greek
διεκβολή ;; στεῖνος ;; στενωπός ;; στεινωπός ;; στενόν ;; στεινόν ;; στενοπορία ;; στενόπορον ;; στεινόπορον ;; συναγγία ;; γνάθος ;; δίαυλος