сходный
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Russian > Greek
συγγενής, παραπλήσιος, ὁμόστολος, ὁμότροπος, συγγενικός, παρόμοιος, σύζυγος, πρόσφορος, ποτίφορος, εἰκώς, προσεμφερής, ὅμοιος, ὁμόστοιχος, γείτων, προσῳδός, ἐοικώς, ἐμφερής, προσφερής, πιθανός