προσεμφερής
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
προσεμφερές, resembling, φυσητῆρες αὐλοῖσι προσεμφερέστατοι Hdt.4.2, cf. E.Fr.382.13, X.Smp.4.19, Arist.HA 629a31, Thphr. HP 3.10.1, al., Epicur.Ep.1p.19U. (Sup.). Adv. προσεμφερῶς D.S.24.3.
German (Pape)
[Seite 759] ές, gleichkommend, ähnlich, τινί; προσεμφερέστατος, Her. 4, 2; Arist. H. A. 2, 1; Ath. VIII, 332 e u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a quelque rapport avec, τινι;
Sp. προσεμφερέστατος.
Étymologie: πρός, ἐμφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσεμφερής: похожий, сходный Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.
Greek Monolingual
-ές, Α
παρεμφερής, παρόμοιος («ἡ δὲ τενθρηδὼν προσεμφερὴς μὲν ἐστι τῇ άνθρήνῃ», Αριστοτ.). Επιρρ. προσεμφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρόμοιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφερής «όμοιος»].
Greek Monotonic
προσεμφερής: -ές, παρόμοιος, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμφερής: -ές, προσόμοιος, παρόμοιος, φυσητῆρες αὐλοῖσιν προσεμφερέστατοι Ἡρόδ. 4. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 13, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, ἀλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. ἐμφερής, προσφερής.
Middle Liddell
προσ-εμφερής, ές
resembling, Hdt., Xen.