новый
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Russian > Greek
καινουργός, ἀβλής, νεοτευχής, νεόστροφος, νεοκράς, ἄπυρος, καινοπηγής, νεοχμός, νεόκοτος, ποταίνιος, καινός, πρόσφατος, νεαρός, νέος