новый
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Russian > Greek
καινουργός, ἀβλής, νεοτευχής, νεόστροφος, νεοκράς, ἄπυρος, καινοπηγής, νεοχμός, νεόκοτος, ποταίνιος, καινός, πρόσφατος, νεαρός, νέος