скатываться
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Russian > Greek
συγκαλινδέομαι, κατακυλίω, καταγίγνομαι, καταγίνομαι, ἐπικυλινδέω, ἐπικυλίω, κατειλυσπάομαι, ἐκκυλίω