φιλομάθεια
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ,
A love of learning or love of knowledge, curiosity, Pl. R.499e, Ti.90b, Arist.EN1117b29; φιλομαθείας χάριν Str.14.1.16: in codd. of Pl.Ti. l.c. and later writers (as Phld.Mort.33, Asp. in EN88.9) freq. φιλομαθία. φιλομαθέω, to be fond of learning, be eager after knowledge, Pl.Lg.810a, Plb.1.13.9, Phld.Mort.38, Corn.ND14; φ. περί τινος Plb.3.59.4.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, Lernbegier, Wißbegier, Plat. Tim. 90 b Rep. VI, 499 e.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομάθεια: ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν μάθησιν ἢ γνῶσιν, Πλάτ. Πολ. 499Ε, Τίμ. 90Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φιλομαθία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désir d’apprendre.
Étymologie: φιλομαθής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιλομαθία Α φιλομαθής
αγάπη και προσπάθεια για μάθηση, για πρόσκτηση γνώσεων.
Greek Monotonic
φῐλομάθεια: ἡ, αγάπη για μάθηση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλομάθεια: ἡ любовь к знанию, любознательность Plat., Arst.
Middle Liddell
φῐλομάθεια, ἡ, [from φῐλομᾰθής]
love of learning, Plat.
English (Woodhouse)
desire for knowledge, eagerness for knowledge, fondness for learning